Ετικέτες

17 Νοεμβρίου (1) 25 ΜΑΡΤΙΟΥ (16) 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (7) ΑΓΓΛΙΚΑ (7) ΑΕΙΦΟΡΙΑ (1) ΑΚΟΥ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ (42) ΑΛΚΥΟΝΑ (2) ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ (2) ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ (10) ΑΝΟΙΞΗ (30) ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ (2) ΑΠΟΚΡΙΕΣ (32) ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (7) ΒΙΒΛΙΑ (47) ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ (6) ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ (3) ΓΡΑΦΗ (4) ΔΑΣΚΑΛΟΣ (2) ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΙ (1) ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩ (7) ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ (4) ΔΙΑΣΤΗΜΑ (5) ΔΙΑΤΡΟΦΗ (6) ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (8) ΔΟΝΤΙΑ (2) ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ (17) ΕΚΤΥΠ.ΥΛΙΚΟ (1) ΕΚΤΥΠΩΣΙΜΟ ΥΛΙΚΟ-ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ (1) ΕΝΔΙΑΦ. ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΩ (18) ΕΝΤΟΜΑ (3) ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ (1) ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ (3) ΕΠΟΧΕΣ (2) ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ (19) ΕΡΥΣΙΧΘΟΝΑΣ (3) ΕΥ ΖΗΝ (15) ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ (3) ΕΥΧΕΤΗΡΙΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (1) ΖΩΑ (13) ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ (1) ΖΩΓΡΑΦΟΙ (3) ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (10) ΚΑΡΤΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ (4) ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ (46) ΚΟΡΩΝΟΙΟΣ (5) ΛΑΧΑΝΑ ΚΑΙ ΧΑΧΑΝΑ (1) ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ. (6) ΜΟΥΣΙΚΗ (1) ΜΥΘΟΙ (2) ΝΕΑ ΠΡ.ΣΠΟΥΔΩΝ (1) ΝΕΟ ΑΝΑΛΥΤ.ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ (1) ΝΕΡΟ (4) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ (3) ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ (6) ΠΑΙΧΝΙΔΙ (8) ΠΑΛΙΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ (1) ΠΑΡΑΜΥΘΙ VIDEO (48) ΠΑΣΧΑ (44) ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (6) ΠΟΙΗΜΑ (3) ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ (1) ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ (7) ΣΕΙΣΜΟΣ (2) ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ (14) ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ (4) ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (6) ΣΧΕΔΙΑ ΔΡΑΣΗΣ (4) ΣΧΗΜΑΤΑ (7) ΣΧΟΛ. ΔΡΑΣΤΗΡ. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ (14) ΣΩΜΑ (3) ΤΑΙΝΙΑ (1) ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ (6) ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ VIDEO (45) ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ (5) ΦΕΚ (1) ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ (4) ΦΡΟΝΤΙΖΩ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (2) ΦΥΤΑ (1) ΧΕΙΜΩΝΑΣ (13) ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ (3) ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (21) ΧΡΟΝΟΣ (2) BULLING (1) PADLET -Υλικό 1821 (1) PADLET -Υλικό Νηπιαγωγείου - (3) STEM (1)

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ


 Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας από το 1865 και της Κύπρου από το 1966.

 

Πρόκειται για τον μεγαλύτερο Εθνικό Ύμνο στον κόσμο σε μέγεθος, καθώς αποτελείται από 158 στροφές ή διαφορετικά 632 στίχους.

Το ποίημα γράφτηκε τον Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο και έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό, οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες, ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων.

Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία και έκτοτε ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές, αλλά και στα σπίτια των Κερκυραίων αστών και αναγνωρίστηκε στη συνείδηση των Ιονίων ως άτυπος ύμνος της Επτανήσου. Ακολούθησαν και άλλες μελοποιήσεις από τον Μάντζαρο (2η το 1837 και 3η το 1839-'40), ο οποίος υπέβαλε το έργο του στον Βασιλιά Όθωνα.

Οι 24 πρώτες τετράστιχες στροφές του ποίηματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Οι δύο πρώτες ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

 

ΣΤΙΧΟΙ

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.

'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.

Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.

Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.

'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.

΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.

Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,

εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.

΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,

μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.

Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.

Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.

Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·

και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.

΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·

σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·

οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.

Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·

Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.

Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν' πολλά·
δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά;

Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά 'βρει η συμφορά!

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή·
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί.

Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί.

Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε την αφεύγατη φθορά·
να, σας φθάνει· αποκριθείτε στης νυκτός τη σκοτεινιά!

Αποκρίνονται και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη αντιβούιζε φοβερά.

Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών.

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός!
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί,

και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά·

Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί.

'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει τα κρεβάτια τα στερνά.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.

Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

Θαμποφέγγει κανέν' άστρο και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.

'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό,

Eάν οι άνεμοι μες στ' άδεια τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά·

και χορεύοντας μανίζουν εις τους ΄Ελληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν με τα χέρια τα ψυχρά.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου· κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου χώρις να δευτερωθεί.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε περισσότερο ειν' γοργά.

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι, ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
γι' αυτούς όλους το παν είναι μαζωμένο αντάμα εκεί.

Τόση η μάνητα κι η ζάλη, που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη δεν είν΄ ένας ζωντανός.

Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,

και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά.

Προσοχή καμία δεν κάνει κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο και λες κι είναι εις την αρχή.

Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».

Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».

Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.

Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι· δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό.

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·
τα παιδιά σας θελ' ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας.

'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·

και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.
εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.

Στη σκια χεροπιασμένες, στη σκια βλέπω κι εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό.

Στο χορό γλυκογυρίζουν ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια, το ποτήρι δεν βαστώ·
φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.

Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,

«σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά.

Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό.

Αγρικάει την ψαλμωδία οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.

Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ!

Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρίθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς.

Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: "Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δέντρα και θνητούς.

Και το παν το κατακαίει, και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει μες στη στάχτη τη λεπτή"».

Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού Του εισ' αδελφή;
Ποιος είν' άξιος να νικήσει ή με σε να μετρηθεί;

Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.

Την αισθάνονται και αφρίζουν τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν σαν ρυάζετο θηριό.

Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες στη ροή
και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή

να αποφύγετε; Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το μνήμα πριν να ευρείτε αφανισμό.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει τες βλασφήμιες του θυμού.

Σφαλερά τετραποδίζουν πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν και πατούν εις τα κορμιά.

Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί.

Κεφαλές απελπισμένες, με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες για την ύστερη φορά.

Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη του Αχελώου νεροσυρμή-
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Έτσι ν' άκουα να βουίξει τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα αγαρηνό!

Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,

σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει, κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά.

Ένα λείψανο ανεβαίνει τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει και δεν φαίνεται, και πλιο

και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός·
πάντα, πάντα περισσεύει· πολύ φλοίσβισμα και αφρός.

Α, γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί,

το Θεόν ευχαριστούσε στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός.

Ακλουθάει την αρμονία η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία, μ' ένα τύμπανο τερπνόν

και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
όμως, όχι, δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σε.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει, κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

Με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή·
κάθε ξύλο κινδυνεύει και λιμνιώνα αναζητεί.

Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού.

Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο, στην ξηράν εσύ ποτέ·
όμως όχι δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σέ.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια, και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια, τα ολοφούσκωτα πανιά.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις, και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις, άλλα παίρνεις, άλλα καις.

Μ' επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις εναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει, και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει με αιματόχροη βαφή.

Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι και δεν μνέσκει ένα κορμί·
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος ωσάν να 'τανε φονιάς!

'Εχει ολάνοικτο το στόμα π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί

η κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει κι ημπορει να πολεμει

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει την αιώνιαν αστραπή.

Η καρδιά συχνοσπαράζει. Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει με το δάκτυλο η θεά.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ' ανησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά:

«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.

Απ' εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί.

Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη, αχ, το νου σάς τυραννεί.

Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, "πάρ' το", λέγοντας, "και συ".

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.

Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".

Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα όμοιαν έχει την τιμή.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά.

Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί.

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»

Το σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό.

Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν.

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ.

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά·
δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;

Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!".

"Διονύσιος Σολωμός"

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

 









28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

 Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου διαβάσαμε για  την ΕΙΡΗΝΗ, συζητήσαμε για τα καλά που φέρνει στην κοινωνία μας και  την συγκρίναμε με τον πόλεμο .

 

Ζωγραφίσαμε καθετί που μας δίνει η Ειρήνη και καθετί που αισθανόμαστε στο άκουσμά  της:

 Υπογράψαμε με το δαχτυλικό μας αποτύπωμα ένα συμβόλαιο , μια υπόσχεση μεταξύ μας πως πάντα θα επιδιώκουμε την Ειρήνη.

Τραγουδήσαμε και μάθαμε πολλά ποιήματα για την Ελλάδα, την Σημαία , την Ελευθερία.



Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Ο μύθος του Ερυσίχθονα


 

Ο μύθος του Ερυσίχθονα


Ο μυθικός Ερυσίχθονας ο Θεσσαλός,  ήταν γιος του Τρίοπα και εγγονός του Θεού Ποσειδώνα. O Ερυσίχθονας ήταν εγωιστής, ασεβής, βλάσφημος, και υπερόπτης. Δεν είναι τυχαίο πως το όνομα του  σημαίνει,  αυτός που σχίζει, που προκαλεί πληγή στη γη, όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια του Μύθου. 

Θέλοντας να χτίσει ένα μεγαλοπρεπές παλάτι,  κάποια ημέρα ο  Ερυσίχθονας διέταξε τους υπηρέτες του να πάνε στο παρακείμενο ιερό άλσος, το οποίο είχαν αφιερώσει οι Πελασγοί στη θεά Δήμητρα για να κόψουν τα δέντρα, ώστε να μπορέσει να χτίσει με αυτά το παλάτι του. 

Ανάμεσα στα δέντρα  βρισκόταν  και μία πανύψηλη ιερή βελανιδιά η οποία ήταν αφιερωμένη στην Θεά Δήμητρα (Θεά της Γης) , γύρω από την οποία  χόρευαν οι Δρυάδες.  (Η  βελανιδιά  ήταν επίσης  το ιερό δένδρο του Δία και το χαρακτηριστικό θρόισμα των φύλλων της μαζί με το νερό που έβγαινε από την κοιλότητα του δέντρου θεωρούνταν στη Δωδώνη έδινε χρησμό).  
Πριν προχωρήσω  στην συνέχεια του μύθου,  είναι σκόπιμο να κάνω μία αναφορά,   τόσο στην σχέση ανθρώπου και φύσης  στην αρχαιότητα,  όσο και στην «υπόσταση» των νυμφών. 

Στην αρχαιότητα ο άνθρωπος  ένοιωθε αναπόσπαστο μέρος της φύσης,  βιώνοντας   την αμοιβαία αλληλεξάρτηση όλων των βασιλείων της ζωής.  Θεωρούσε την Γαία (γη) και τα βασίλεια της  ζώντες οργανισμούς, εκφράσεις ενός ενιαίου συνόλου, αποδίδοντας τους Θεϊκές ιδιότητες.


Όσον αφορά τις νύμφες, πίστευαν πως κατοικούσαν στα όροι, στα  δάση στα ποτάμια και στις Θάλασσες. Οι Νύμφες κατατάσσονταν γενικά μεταξύ θεών και θνητών  ως ημίθεες. Δεν ήταν αθάνατες ζούσαν όμως πολλά χρόνια και τρέφονταν με αμβροσία. 

Οι αρχαίοι τις λάτρευαν παντού στην Ελλάδα και τους πρόσφεραν θυσίες με πρόβατα, κατσίκες, μέλι και λάδι. Ζούσαν στα βουνά  και στην άγρια φύση,  τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί με τον Πάνα,  τις Χάριτες, και την  Άρτεμη σε λιβάδια και  πλαγιές, συνήθως κοντά σε  πηγές.  Υπήρχαν οι Νύμφες των ποταμών, οι Ναϊάδες,  οι νύμφες  της θάλασσας οι  Νηρηίδες και οι  Ωκεανίδες,  οι νύμφες των Βουνών, και  οι νύμφες των δασών και των δέντρων οι  Αμαδρυάδες  οι οποίες  ζούσαν στα δέντρα . 



Μόλις  έκανε την εμφάνιση του ένα δέντρο  στην επιφάνεια της γης,  πίστευαν πως  μία Αμαδρυάδα το «εμψύχωνε»,   το προστάτευε,  και μοιραζόταν την μοίρα της μαζί του. Πίστευαν πως οι Αμαδρυάδες πέθαιναν ταυτόχρονα με τα δένδρα,  και τις θεωρούσαν «όντα» που μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα στους θεούς. Όταν ερχόταν η ώρα της Νύμφης να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. Οι Νύμφες έχουν επιζήσει στη λαϊκή παράδοση έως  σήμερα,  ως  νεράιδες.
Επιστρέφοντας στην εξιστόρηση του μύθου,  όταν οι  υπηρέτες του Ερυσίχθονα  έχοντας διαπιστώσει την αλόγιστη  καταστροφή των δέντρων εξαιτίας της πλεονεξίας του, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν για την άσκοπη κοπή τόσων δένδρων.  Κυρίως όμως του εξέφρασαν τον φόβο τους για το ενδεχόμενο να ξεσπούσε επάνω τους  η οργή της θεάς Δήμητρας. 

Αυτός όμως  άρπαξε ένα τσεκούρι και είπε: «Δεν με ενδιαφέρει αν το δέντρο αυτό το αγαπά η Θεά. Ακόμα και η ίδια να ήταν, θα την έριχναν κάτω αν στεκόταν στον δρόμο μου». 

Κάποιον δε που προσπάθησε να τον σταματήσει, τον σκότωσε φωνάζοντας : «Ορίστε η ανταμοιβή σου για τον οίκτο σου».



Με την πρώτη όμως τσεκουριά που έδωσε,  παρουσιάσθηκε ενώπιον του η ιέρεια της Δήμητρας Νικίππη, που δεν ήταν παρά η ίδια η θεά μεταμορφωμένη. Η ιέρεια προσπάθησε να σταματήσει το κόψιμο των δέντρων, αλλά ο Ερυσίχθονας την απείλησε με την αξίνα του. Η Θεά τότε  εμφανίσθηκε με όλη της τη θεϊκή μεγαλοπρέπεια.  Σύμφωνα με τον Καλλίμαχο (3ο αι. π.X.),  η Θεά ρώτησε : 

«Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;»  - ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της - ; 

Hταν ο Eρυσίχθων,«πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα  επόμενα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα, και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα.

Οι δούλοι στην θέα της Θεάς Δήμητρας  έφυγαν πανικόβλητοι, ικετεύοντας για οίκτο. Η Δήμητρα πράγματι τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν δίχως να τους βλάψει, ενώ τον ασεβή Ερυσίχθονα τον περίμενε πολύ σκληρή τιμωρία, λίγο αργότερα. 

Η θεά Δήμητρα ζήτησε από την Πείνα που κατοικούσε στην Σκυθία μαζί με τον τρόμο  και το κρύο, να επισκεφτεί και να κυριεύσει τον Ερυσίχθονα. Της ζήτησε να μην μπορεί να ανακουφίσει την πείνα του ο Ερυσίχθονας με τα πλούσια δώρα που η Γη παρέχει στον άνθρωπο. 

Η πείνα υπάκουσε τις εντολές της Δήμητρας,  και το βράδυ που ο Ερυσίχθονας κοιμόταν τον επισκέφτηκε. Μετά από αυτό, η πείνα έφυγε από την γη της αφθονίας την Θεσσαλία,  και επέστρεψε στο σπίτι της. Ο ιερόσυλος Ερυσίχθονας ονειρεύτηκε στον ύμνο του  πως πεινούσε,  και όταν ξύπνησε η πείνα του είχε γίνει απερίγραπτη. 

Από εκείνη την στιγμή ο Ερυσίχθονας άρχισε να τρώει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Αφού έφαγε ό,τι φαγώσιμο βρισκόταν στο σπίτι του, άρχισε να γυρίζει στους δρόμους και να αρπάζει τις προσφορές από τους βωμούς. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να τον βοηθήσει, ούτε οι γονείς του,  ούτε  ο  παππούς του ο Ποσειδώνας,  λόγω της ύβρεως απέναντι σε άλλο Θεό.



Στο μεταξύ ο Ερυσίχθονας βασανιζόταν όλο και περισσότερο από την πείνα. Η κόρη του Μήστρα  που είχε την ικανότητα  από τον Ποσειδώνα να μεταμορφώνεται, μεταμορφωνόταν συνέχεια σε διαφορετικές σκλάβες  προς πώληση,  ώστε να κερδίζει χρήματα για να «σώσει» με αυτά αγοράζοντας τρόφιμα  για τον πατέρα της.  
Στο τέλος όμως  τίποτα δεν ήταν ικανό να κορέσει την πείνα του Ερυσίχθονα. Έτσι μη έχοντας να φαει τίποτα πια, άρχισε να τρώει τις ίδιες του τις σάρκες έως ότου βρήκε κατ’  αυτό τον τρόπο  φρικτό θάνατο...!

Ο μύθος του Ερυσίχθονα παραμένει επίκαιρος και αποτελεί ένα διαχρονικό μήνυμα στην ανθρωπότητα. Δυστυχώς οι σύγχρονοι Ερυσίχθονες πολλοί. Τόσο οι καταστροφείς του φυσικού περιβάλλοντος, όσο  και οι άνθρωποι που έχουν υπέρ αναπτύξει το «εγώ» , έναντι του  «εμείς».  Άνθρωποι που έχουν υιοθετήσει αξίες που είναι ξένες προς την πραγματική «φύση» του. Ατομισμός, υπερκαταναλωτισμός, ανταγωνισμός, οικονομική κυριαρχία και υλισμός. 

Αξίες marketing, διαφημίζουν το πρόσκαιρο κέρδος και το ατομικό συμφέρον αδιαφορώντας για τις ανεπανόρθωτες βλάβες που προκαλούν στο περιβάλλον, υποθηκεύοντας  το μέλλον των επόμενων γενιών. Αναζήτηση  πλούτου,  αδιαφορώντας για τις πραγματικές αξίες και ανάγκες του ανθρώπου. Χρήμα, ένας  πρόθυμος υπηρέτης, που δεν αργεί να γίνει δυνάστης όπως σήμερα, στην εποχή της οικονομικής κρίσης.... 

Χλέτσος Βασίλης

 

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΠΛΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ- ΧΡΩΜΑΤΑ





 Με αφορμή τα θέματα που μας απασχολούν τις τελευταίες ημέρες,κάναμε ένα συνδυασμό και το αποτέλεσμα ήταν μια ιδιαίτερα δημιουργική και ευχάριστη δραστηριότητα.

 Ένας πίνακας διπλής εισόδου με την οικογένεια και τα χρώματα.

 


ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ-ΧΡΩΜΑΤΑ

 

 


 

 Συζητώντας για την οικογένειά μας μια βροχερή μέρα, βγήκε το ουράνιο τόξο και μας ξετρέλανε . Αναπόφευκτο ήταν η συζήτηση να πάει αλλού και να μας δώσει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τα εφτά του χρώματα. Αναζητήσαμε πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια:

Το φαινόμενο εμφανίζεται όταν οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν πάνω σε σταγονίδια βροχής στην ατμόσφαιρα της Γης και αποτελεί ένα παράδειγμα διάθλασης, μετά από ανάκλαση. Το κάθε χρώμα (δηλαδή κάθε μήκος κύματος) διαθλάται υπό διαφορετική γωνία μέσα στα σταγονίδια (που δρουν σαν μικρά πρίσματα), παθαίνει διαφορετική εκτροπή κι έτσι το ορατό λευκό φως αναλύεται στα διάφορα χρώματα που το συνθέτουν, δηλαδή στο φάσμα του. Έτσι εμφανίζεται το φάσμα του ηλιακού φωτός ως ένα πολύχρωμο τόξο, με το κόκκινο χρώμα να κυριαρχεί στην εξωτερική του πλευρά, και το ιώδες στην εσωτερική. Η διαφορετικότητα της γωνίας του κάθε μήκους κύματος (χρώματος) και του σχήματος των σταγονιδίων εξηγεί και το τοξοειδές σχήμα του φαινομένου και όχι κάποιο άλλο.

  • Για να γίνει αντιληπτό το ουράνιο τόξο από παρατηρητή θα πρέπει να έχει στραμμένα τα νώτα του στον Ήλιο.
  • Αν και τα ουράνια τόξα εμφανίζουν μια ευρεία γκάμα χρωμάτων, τα πιο ευδιάκριτα είναι το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε, δηλαδή τα βασικά χρώματα και το ιώδες , το πράσινο, το βιολετί και το πορτοκαλί. Το ουράνιο τόξο στην πραγματικότητα είναι συνεχές φάσμα και εμφανίζονται και όλες οι ενδιάμεσες αποχρώσεις των παραπάνω χρωμάτων.  

                                                 


 Πληροφορούμε τα παιδιά ότι το ουράνιο τόξο ονομάζεται και Ίριδα. Γι αυτό και τα χρώματα του ουράνιου τόξου τα λέμε και χρώματα της Ίριδας. Στα αρχαία χρόνια η Ίριδα ήταν αγγελιοφόρος ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Συνέδεε τον ουρανό με την γη δηλαδή, όπως συμβαίνει και με το ουράνιο τόξο. Είδαμε τι φοράει η Ίριδα(κοντό χιτώνα, φτερωτά πέδιλα και κηρύκειο).




                                                  Μάθαμε το ποίημα του ουράνιου τόξου:


 

 

Ξεχωρίζουμε τα χρώματα (κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, βαθύ μπλε και μωβ) από τα οποία αποτελείται. Επισημαίνουμε ότι τα χρώματα έχουν συγκεκριμένη σειρά και πάντα εμφανίζονται σύμφωνα με αυτή.Προσπαθούμε να απομνημονεύσουμε τη σειρά των χρωμάτων του ουράνιου τόξου.

 Τα ζωγραφίσαμε :


                                                                    Διαβάσαμε βιβλία,




 

                                                                         ζωγραφίσαμε...







Γιατί να μην παίξουμε και με τα πινέλα? ...   Με τα 3 βασικά χρώματα δημιουργούμε πολλά άλλα:

 

 Τα βασικά είναι το κόκκινο, το μπλε και το κίτρινο. Τα συμπληρωματικά (ή δευτερεύοντα) χρώματα δημιουργούνται από την ισόποση ανάμιξη 2 βασικών χρωμάτων και προκύπτουν τα εξής: Κόκκινο + Κίτρινο= Πορτοκαλί (συμπληρωματικό του μπλε) Μπλε + Κίτρινο= Πράσινο (συμπληρωματικό του κόκκινου) Κόκκινο + Μπλε= Μοβ (συμπληρωματικό του κίτρινου


Ζωγραφίσαμε το αρχικό γράμμα του ονόματος μας με τα χρώματα που προτιμάμε: